- ἐμβρυοσφάκτης
- ἐμβρῠο-σφάκτης, ου, ὁ,A = -θλάστης, Herophil. ap. Tertull.de An. 25.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐμβρυοσφάκτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)